μπανίζω

μπανίζω
1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε»)
2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα»)
3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση»)
4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ ενδιαφέρον ή παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πόθο για να τό αποκτήσω («συνηθίζει να μπανίζει τα κορίτσια όταν γυρίζουν από το σχολείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από μπάνι-ο «θαλάσσιο λουτρό, κολύμπι» + κατάλ. -ίζω, διότι κατά το παρελθόν τα θαλάσσια λουτρά έδιναν στους περιέργους, ιδίως στους άνδρες, την ευκαιρία να παρακολουθούν, φανερά ή και κρυφά, ημίγυμνες ή ελαφρά ντυμένες τις γυναίκες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπανίζω — μπανίζω, μπάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπανίζω — μπάνισα 1. κρυφοκοιτάζω κάτι με πόθο: Μπάνιζε τη γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος. 2. διακρίνω, βλέπω από μακριά: Τον μπάνισανα κλέβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάνισμα — το [μπανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπανίζω και, κυρίως το κρυφό κοίταγμα ερωτικών περιπτύξεων ή, απλώς ημίγυμνων ανθρώπων («πάει στη θάλασσα όχι για μπάνιο αλλά για μπάνισμα») …   Dictionary of Greek

  • ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω …   Dictionary of Greek

  • μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός …   Dictionary of Greek

  • μπανιστήρι — το [μπανίζω] το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία …   Dictionary of Greek

  • μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”