- μπανίζω
- 1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε»)2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα»)3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση»)4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ ενδιαφέρον ή παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πόθο για να τό αποκτήσω («συνηθίζει να μπανίζει τα κορίτσια όταν γυρίζουν από το σχολείο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από μπάνι-ο «θαλάσσιο λουτρό, κολύμπι» + κατάλ. -ίζω, διότι κατά το παρελθόν τα θαλάσσια λουτρά έδιναν στους περιέργους, ιδίως στους άνδρες, την ευκαιρία να παρακολουθούν, φανερά ή και κρυφά, ημίγυμνες ή ελαφρά ντυμένες τις γυναίκες].
Dictionary of Greek. 2013.